μπριόζος

μπριόζος
ο, θηλ. μπριόζα
εκφραστικός, κεφάτος, ζωηρός, εύθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. brioso «εύθυμος, χαρούμενος» < ιταλ. brio].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μπριόζικος — η, ο [μπριόζος] (για μουσική) χαρωπός, κεφάτος, ευχάριστος, ζωηρός. επίρρ... μπριόζικα με κέφι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”